- ταυρωπόν
- ταυρωπόςbull-facedmasc/fem acc sgταυρωπόςbull-facedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Tavrópos — TAVRÓPOS, i, Gr. Ταυρωπὸς, ου, ein Beynamen der Diana. Suidas in Ταυρωπον. Tom. III. p. 436. Sie hat solchen, so fern sie den gehörnten Monden bedeutet. Gyrald. Synt. XII. p. 372 … Gründliches mythologisches Lexikon
ταυρωπός — I Παραπόταμος του Αχελώου. Bλ. λ. Μέγδοβας. To φράγμα και η τεχνητή λίμνη στον ποταμό Ταυρωπό ή Μέγδοβα, γνωστή και ως λίμνη Πλαστήρα. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 115 μ.) του νομού Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σοφάδων. * * * όν, θηλ.… … Dictionary of Greek